- αμφισημία ή αμφιλογία
- Γλωσσικό φαινόμενο, συνηθέστατο τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, κατά το οποίο μια έκφραση (λέξη, συνδυασμός λέξεων, φράση κλπ.) διατυπώνεται έτσι ώστε να έχει διφορούμενη σημασία και να μπορεί να εκληφθεί διττά (ενδεχομένως και αντιφατικά) από τους συνομιλητές ή αναγνώστες. Ως τεχνική, η α. είναι συνηθέστατη στην κωμωδία, όπου η πλοκή στηρίζεται συνήθως σε παρεξηγήσεις, απότοκες του διαφορετικού τρόπου με τον οποίο κατανοεί ο ένας συνομιλητής αυτό που θέλει να του πει ο άλλος. Ακόμα, συνήθης είναι η σκόπιμη χρήση της και σε άλλα είδη λογοτεχνικής γραφής (ιδίως στη σάτιρα), ενώ αποτελεί βαρύτατο ολίσθημα στη διατύπωση επιστημονικών κειμένων (όπου απαιτείται απόλυτη σαφήνεια και ακριβολογία).
Dictionary of Greek. 2013.